- ἐριβρεμέτας
- ἐριβρεμέτας1 loudly roaring
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων I. 4.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων I. 4.46
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐριβρεμέτας — ἐριβρεμέτᾱς , ἐριβρεμέτης loud thundering masc acc pl ἐριβρεμέτᾱς , ἐριβρεμέτης loud thundering masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)